- αγγελοφάνεια
- αγγελοφάνεια ηявление Бога людям, см. ΘεοφάνειαЭтим.< άγγελος + φαίνω «ангел + являться»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αγγελοφάνεια — ἀγγελοφάνεια, η (Μ) εμφάνιση αγγέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος + φάνεια < φανὴς < φαίνω] … Dictionary of Greek